- περιψιλώ
- -όω, ΜΑμαδώ, απογυμνώνω (α. «τῶν νεκρῶν περιψιλωθέντων τὰς σάρκας» — όταν οι νεκροί απογυμνώθηκαν από τις σάρκες, Ηρόδ.β. [για κρεμμύδια] «περιψιλώσας τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», Γεωπ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < περι-* + ψιλῶ «απογυμνώνω»].
Dictionary of Greek. 2013.